κιγκλιδώνω

κιγκλιδώνω
[κιγκλίς]
φράζω με κιγκλίδες, κογκελώνω, περιβάλλω με κιγκλίδωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιγκλιδώνω — κιγκλίδωσα, κιγκλιδώθηκα, κιγκλιδωμένος, περιφράζω με κάγκελα: Κιγκλιδώνει το μπαλκόνι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακιγκλίδωτος — η, ο αυτός που δεν τόν περιέφραξαν με κιγκλίδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κιγκλιδωτός < κιγκλιδώνω] …   Dictionary of Greek

  • δρυφακτώνω — (AM δρυφακτῶ, όω) περιφράσσω με δρύφακτο, κιγκλιδώνω αρχ. οχυρώνω …   Dictionary of Greek

  • καγκελώνω — [κάγκελο] διαχωρίζω ή περιβάλλω με κάγκελα, κιγκλιδώνω …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”